κασταναϊκός

κασταναϊκός
κασταναϊκός, -όν (Α)
φρ. «κασταναϊκόν κάρυον» — το κάστανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καστάναιον + -ικός (πρβλ. αρχα-ϊκός, υμενα-ϊκός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κάστανο — Βλ. λ. καστανιά (κάστανο). * * * το (AM κάστανον, Α και κάστανος και καστανέα και καστανιά, ή, και καστάναιον και καστάν(ε)ιον, τὸ) ο καρπός τού δέντρου καστανιά νεοελλ. φρ. α) «βγάζω τα κάστανα από τη φωτιά» εκτελώ το δύσκολο και επικίνδυνο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”